Τι υγεία θέλουμε τελικά

Τι υγεία θέλουμε τελικά

Τι υγεία θέλουμε τελικά 2000 3000 Γιαννόπουλος Παναγιώτης

Μεγάλη κουβέντα γίνεται τα τελευταία χρόνια για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) και τα χρόνια προβλήματά του.
Είναι πλέον γνωστό ότι ένα σύστημα υγείας που φέτος κοντεύει να κλείσει 40 χρόνια, δε μπορεί παρά να είναι ένα γερασμένο σύστημα. Μέχρι και πριν 2-3 χρόνια συνταξιοδοτήθηκαν τα στελέχη που διορίστηκαν από την γέννηση του. Καταλαβαίνουμε ότι σήμερα βρίσκεται επανδρωμένο με γιατρούς και νοσηλευτές που στο μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκονται στην 5η και 6η δεκαετία της ζωής τους και επειδή δεν έχει γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια τα τελευταία 10 χρόνια να ανανεωθεί το δυναμικό του, βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να εφεύρουμε για θέσεις που το σύστημα έχει άμεση ανάγκη να είναι μόνιμες, επικουρικούς ιατρούς οι οποίοι καλύπτουν τις κενές οργανικές θέσεις των νοσοκομείων, υπηρετώντας για 2 χρόνια, υποχρεούμενοι κάθε 2 ή 4 χρόνια να παίρνουν τις οικογένειες τους και να μετακινούνται προς άλλους προορισμούς όπου σε αυτές τις θέσεις βρίσκονται στην πρώτη θέση προτίμησης των εκάστοτε νοσηλευτικών μονάδων. Λυπηρό, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτοί οι συνάδελφοι βρίσκονται σε ηλικίες άνω των 35, όπου μαζί τους μετακινούνται σύζυγοι και παιδιά που αναγκάζονται πολύ συχνά να αλλάζουν σχολεία, φίλους, περιβάλλον. Κάποια στιγμή, βρίσκεται μια καλή θέση με πολύ καλύτερες απολαβές και ασφάλεια σε κάποιο προηγμένο ευρωπαϊκό κράτος και η δύσκολη απόφαση  της μετάβασης στο εξωτερικό που συνήθως δεν έχει επιστροφή λαμβάνεται και χάνονται νέοι σε παραγωγικές ηλικίες, και το χειρότερο, μάλλον θα χαθεί και η επόμενη γενιά. Με πολύ χαλαρούς υπολογισμούς, το κράτος μας για κάθε συνάδελφο γιατρό μέχρι να αποφοιτήσει από κάποια ιατρική σχολή της πατρίδας μας, ξοδεύει περί τις 300-350.000 ευρώ. Όλο αυτό το κεφάλαιο πάει χαμένο και προσφέρεται σε ευρωπαϊκά κράτη δωρεάν που το μόνο που κάνουν είναι να κάνουν τα αυτονόητα. Προσφέρουν δηλαδή στους γιατρούς μας αυτό που τους ανήκει, έναν πολύ καλό μισθό, ασφάλεια για αυτούς και τις οικογένειες τους τόσο στον κοινωνικό ιστό όσο και στο περιβάλλον εργασίας τους και βέβαια ευχαριστούν το ελληνικό κράτος για το τεράστιο κεφάλαιο σε εξειδικευμένο προσωπικό που τους δίνει δωρεάν.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω, εδώ σε εμάς, να δούμε και να αναρωτηθούμε πως είναι δυνατόν να δωρίζουμε εκπαιδευμένους γιατρούς στον κόσμο όταν τα δικά μας νοσοκομεία βρίσκονται υποστελεχωμένα και το σύστημα υγείας μας είναι γηρασμένο και ξεπερασμένο. Ας φανταστούμε πως ήταν η Ελλάδα μας όταν τη δεκαετία του 1980 πρωτοξεκίνησε το ΕΣΥ. Πως ήταν από δρόμους, πως ήταν από κτηριακές εγκαταστάσεις, πως ήταν από εργαστήρια έρευνας κτλ. Δυστυχώς τα μεγάλα τριτοβάθμια νοσοκομεία της χώρας είναι τα ίδια όπως ήταν 40 χρόνια πριν. Όποιος πολιτικός σε όποια περιοχή της χώρας είχε δύναμη, έφτιαχνε στο χωριό του και ένα Κέντρο Υγείας, χωρίς σχέδιο, χωρίς καμία ένταξη σε κανένα προγραμματισμένο υγειονομικό σχηματισμό.

Έτσι, σήμερα βρισκόμαστε να πρέπει να συντηρήσουμε ένα τεράστιο ΕΣΥ με πάμπολλες μονάδες υγείας σε κάθε νόμο και σε πολλές περιπτώσεις με δύο ή και τρία δευτεροβάθμια νοσοκομεία τα οποία κτηριακά δείχνουν την ηλικία τους και οι παροχές υγείας δεν είναι αντάξιες της τεχνολογικής επανάστασης του 2020. Ελάχιστα Κέντρα Υγείας είναι επανδρωμένα με μικροβιολόγους, ακτινολόγους ή γιατρούς άλλων ειδικοτήτων που βρίσκονται στο οργανόγραμμα τους.

Ακόμα και σήμερα, με την αλλαγή μιας κυβέρνησης, δεν έχουμε πλάνο για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο σε όλα τα οργανωμένα κράτη. Παρότι καταφέραμε φτιάχνοντας δρόμους που σε πολλές περιπτώσεις εκμηδένισαν χιλιομετρικές αποστάσεις να συνεχίζουμε να συντηρούμε μονάδες υποστελεχωμένες, προσφέροντας στους συμπολίτες μας υπηρεσίες υγείας κατώτερες των περιστάσεων. Αντί σε κάθε νομό να υπάρχει μία τουλάχιστον οργανωμένη δευτεροβάθμια μονάδα υγείας που να είναι στελεχωμένη με γιατρούς που θα μπορούν να προσφέρουν σοβαρές υπηρεσίες, προτιμάμε να συντηρούμε πολλές μονάδες και υπομονάδες υποστελεχωμένες, κάνοντας βόλτες τον ασθενή με τα ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ σε μία ή δύο μονάδες και πιθανώς και σε τρίτη μέχρι τελικά αυτός να βρει το γιατρό που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του.

Μήπως όμως ήρθε επιτέλους η ώρα να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα υγείας της χώρας μας με την απαραίτητη σοβαρότητα; Μήπως, εκμεταλλευόμενοι και το παγκόσμιο φαινόμενο της υγειονομικής αλλά και οικονομικής κρίσης του κορονοϊού πρέπει επιτέλους η υγεία να αποκτήσει εθνικό πρόσημο και επιτέλους ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος να μπορέσουν να μπουν οι βάσεις για το σχεδιασμό της υγείας στη χώρα μας για τα επόμενα 40-50 χρόνια;

Α) η μείωση των λειτουργικών μονάδων υγείας σε κάθε νόμο κρίνεται απαραίτητη, παράλληλα με την αναδιοργάνωση των μονάδων που θα μείνουν ενεργές και βέβαια με την αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό μονάδων EKAB που σε σύντομο χρονικό διάστημα θα διακομίζουν τους ασθενείς όχι στο εγγύτερο, αλλά, στο καταλληλότερο Κέντρο γλιτώνοντας χρόνο για τη ζωή των ασθενών.

Β)  την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των οργανικών θέσεων των νοσοκομείων με μόνιμους γιατρούς δεν πρέπει καν να τη συζητάμε μετά και από αυτό που είδαμε τους προηγούμενους 2-3 μήνες. (προφανώς δεν αρκούν μόνο χειροκροτήματα)

Γ) η οργάνωση και λειτουργία των αγροτικών ιατρών και Κέντρων Υγείας πρέπει να γυρίσει ξανά στις διοικήσεις των νοσοκομείων που έχουν άμεση επαφή σε κάθε νομό με αυτά, και όχι στις απρόσωπες υγειονομικές περιφέρειες.

Δ) πολλές υγειονομικές περιφέρειες είναι αχανείς και τεράστιες και έχουν υπό την επίβλεψη τους υγειονομικές δομές σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις και πολλές φορές με διαφορετικές μορφολογίες εδάφους (νησιά και ηπειρωτική ορεινή Ελλάδα). ΦΑΙΝΕΤΑΙ, πως η ταύτιση υγειονομικών και διοικητικών περιφερειών θα κάνει  περισσότερο λειτουργικές τις μονάδες υγείας, ιδίως αν κάποιες από τις υπηρεσίες και χρηματοδοτήσεις τους περάσουν στην Αυτοδιοίκηση.

Ε) σίγουρα, ο εκσυγχρονισμός με τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα αποτελεί προϋπόθεση για άριστη παροχή υπηρεσιών υγείας στους πολίτες. Το τεράστιο αυτό κόστος όπως και την πραγματοποίηση κάποιων εξειδικευμένων εξετάσεων θα μπορούσε να την αναλάβει με ΣΔΙΤ η ιδιωτική πρωτοβουλία με πλήρη και διαφανή κριτήρια. Τα νοσοκομεία του ΕΣΥ θα μπορούσαν, αν υπερστελεχωθούν, να βγάζουν χρήματα από πράξεις ιδιωτών γιατρών (ιδιωτικές ασφάλειες ή άμεση πληρωμή), όπως αντίστροφα γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούσαν (φορολογούμενοι όπως ορίζει ο νόμος) να προσφέρουν υπηρεσίες σε ιδιωτικά κέντρα.

Οι παραπάνω είναι μόνο μερικές από τις προτάσεις που θα μπορούσαν σε μια διακομματική διαβούλευση για τη σωτήρια του δημόσιου συστήματος υγείας να τεθούν προς συζήτηση. Επειδή καμία κυβέρνηση δεν θα αναλάβει πλήρως το πολιτικό κόστος που χρειάζεται για να βάλει τις βάσεις για το ΕΣΥ των επόμενων 50 χρόνων, πρέπει άμεσα να ξεκινήσει σχεδιασμός νέου υγειονομικού χάρτη της χώρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο το κόστος παροχής υπηρεσιών υγείας και τις χιλιομετρικές αποστάσεις, όσο τους γιατρούς που υπηρετούν ήδη στο σύστημα και τι υπηρεσίες παρέχουν. Έτσι, θα μπορούμε στοχευμένα να επανδρώσουμε τις μονάδες που θα λειτουργούν με γιατρούς που λείπουν.

Σε αναμονή λοιπόν αυτού που όλοι λένε ότι θα έρθει, δηλαδή ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού και προετοιμαζόμενοι τόσο για μια πιθανή υγειονομική όσο για μια σίγουρη οικονομική καταστροφή, πλέον δεν μπορεί να χαθεί ακόμα μια διακυβέρνηση ανακατεύοντας για αλλά τρία χρόνια τα ίδια προβλήματα που ζούμε καθημερινά τα τελευταία τουλάχιστον 15-20 χρόνια από τα 40 περίπου που έχει ζωή το ΕΣΥ.